ἀτέλεστος

ἀτέλεστος
ἀτέλεστος
without end
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ατέλεστος — η, ο (AM ἀτέλεστος, ον) [τελώ] 1. ανεκτέλεστος 2. ασυμπλήρωτος αρχ. μσν. ο αμύητος ή ο αβάπτιστος αρχ. 1. ο χωρίς αποτέλεσμα, ο μάταιος, ο άσκοπος 2. ατέλειωτος, απέραντος 3. ακατόρθωτος 4. (για χώρα) ατελής, απαλλαγμένος από φορολογία …   Dictionary of Greek

  • ἀτελέστως — ἀτέλεστος without end adverbial ἀτέλεστος without end masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτέλεστον — ἀτέλεστος without end masc/fem acc sg ἀτέλεστος without end neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτελέστοις — ἀτέλεστος without end masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτελέστου — ἀτέλεστος without end masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτελέστους — ἀτέλεστος without end masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτελέστων — ἀτέλεστος without end masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτελέστῳ — ἀτέλεστος without end masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτέλεστα — ἀτέλεστος without end neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτέλεστοι — ἀτέλεστος without end masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”